- αζωήρευτος
- -η, -ο [ζωηρεύω]ο μη ζωηρός, συγκρατημένος, μαζεμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αζωήρευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει ζωηρότητα: Το γλέντι ήταν αζωήρευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αζωντάνευτος — η, ο [ζωντανεύω] 1. αυτός που δεν μπορεί να επανέλθει στη ζωή 2. ο δίχως ζωηρότητα ή ενεργητικότητα, αζωήρευτος … Dictionary of Greek